- καφετέρια
- καφετέρια, η και καφετερία, ηκατάστημα όπου προσφέρονται καφές, γλυκίσματα και ελαφρά γεύματα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καφετέρια — και καφετερία, η κατάστημα, με νεαρούς ώς επί το πλείστον πελάτες, στο οποίο προσφέρονται καφές, ποτά και φαγώσιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. ξεν. προελεύσεως, πρβλ. αγγλ. cafeteria < ισπανοαμερικ. cafeteria] … Dictionary of Greek
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek